- θεότιμος
- θεότῑμος1 honoured by heaven
ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν θεότιμος ἐών I. 6.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν θεότιμος ἐών I. 6.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θεότιμος — και θεοτίμος, ον (Α) θεοτίμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό τιμος, έν τιμος] … Dictionary of Greek
Θεότιμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεότιμος — θεότῑμος , θεότιμος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτιμώ — [θεότιμος] τιμώ, λατρεύω κάτι σαν θεό … Dictionary of Greek
Θεοτίμοις — Θεότιμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοτίμου — Θεότιμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοτίμῳ — Θεότιμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεότιμε — Θεότιμος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεότιμον — Θεότιμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεότιμον — θεότῑμον , θεότιμος masc/fem acc sg θεότῑμον , θεότιμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek